καφουρά

καφουρά
καφουρά̱ , καφουρά
camphor
fem nom/voc/acc dual
καφουρά̱ , καφουρά
camphor
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καφουρά — η (Μ καφουρά) βλ. καμφορά …   Dictionary of Greek

  • Bornan-2-on — Strukturformel Strukturformel von (+) Campher Strukturformel von (–) Campher …   Deutsch Wikipedia

  • Campher — Strukturformel (+) Campher (links) und (–) Campher (rechts) Allgemeines Name …   Deutsch Wikipedia

  • Camphora — Strukturformel Strukturformel von (+) Campher Strukturformel von (–) Campher …   Deutsch Wikipedia

  • Cardiazol — Strukturformel Strukturformel von (+) Campher Strukturformel von (–) Campher …   Deutsch Wikipedia

  • Kampher — Strukturformel Strukturformel von (+) Campher Strukturformel von (–) Campher …   Deutsch Wikipedia

  • καμφορά — Ουσία έντονα αρωματική, που εξάγεται από το δένδρο κιννάμωμον ή λάουρος η καμφορά (οικογένεια λαουρίδες, δικοτυλήδονα). Είναι διαδεδομένο στη νότια Κίνα, στην Ταϊβάν, στην Ινδία, στην Ιάβα και στη Σουμάτρα. Έχει αειθαλές και γυαλιστερό φύλλωμα με …   Dictionary of Greek

  • καφουρένιος — καφουρένιος, α, ον (Μ) λευκός σαν την καμφορά, κατάλευκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καφουρά + κατάλ. ένιος (πρβλ. αχυρ ένιος, φιλντισ ένιος)] …   Dictionary of Greek

  • καφουρόδεντρο — το το καμφορόδεντρο, τής οικογένειας τών δαφνωτών τής Άπω Ανατολής, από το αιθέριο έλαιο τού οποίου παρασκευάζεται η καμφορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καφουρά + δέντρο] …   Dictionary of Greek

  • φαινολοκαφουρά — η, Ν (φαρμ.) παλαιό τοπικό αναισθητικό και αντισηπτικό φάρμακο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαινόλη + καφουρά, άλλος τ. τής λ. καμφορά] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”